- μήρυμα
- το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι]νεοελλ.1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιέςαρχ.1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής2. δέμα συνεστραμμένων χορδών3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές4. νηματοειδής διάταξη ύλης5. σχοινιά πλοίου6. έμβολο σχοινιού7. σπείρα φιδιού8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.
Dictionary of Greek. 2013.