μήρυμα

μήρυμα
το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) [μηρύομαι]
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μήρυμα — that which is drawn out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυμάτων — μήρυμα that which is drawn out neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύμασι — μήρυμα that which is drawn out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύματα — μήρυμα that which is drawn out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύματι — μήρυμα that which is drawn out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρύματος — μήρυμα that which is drawn out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυμάτιον — μηρυμάτιον, τὸ (Α) [μήρυμα] υποκορ. τού μήρυμα …   Dictionary of Greek

  • PULMENTUM Unctiusculum — Plauto, Pseud. Actu 1. sc. 2. v. 85. βάμμα est; quod unctum Persio, Sat. 3. v. 102. cenare sine uncto, i. e. oleo. Plin. l. 19. c. 4. Nec caules ut nunc maxime probabant, damnantes pulmentaria, quae egerent aliô pulmentariô, id erat eleo parcere …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μήρυγμα — μήρυγμα, τὸ (Α) βλ. μήρυμα …   Dictionary of Greek

  • μήρυσμα — μήρυσμα, τὸ (Α) βλ. μήρυμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”